πιμπλάνομαι

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιμπλάνομαι Medium diacritics: πιμπλάνομαι Low diacritics: πιμπλάνομαι Capitals: ΠΙΜΠΛΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pimplánomai Transliteration B: pimplanomai Transliteration C: pimplanomai Beta Code: pimpla/nomai

English (LSJ)

Ep. pass. form,=πίμπλαμαι, Il.9.679.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλάνομαι: Ἐπικ. παθ. τύπος τοῦ πίμπλαμαι, Ἰλ. Ι. 679.

Greek Monolingual

Α
βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλάνομαι: Επικ. αντί πίμπλαμαι, Παθ. του πίμπλημι, σε Ομήρ. Ιλ.