πνιγόεις
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = πνιγηρός, AP7.536 (Alc.), Nic.Th.425, v.l.ib.24.
German (Pape)
[Seite 641] εσσα, εν, = πνιγηρός; ἄχερδος, Alc. Mess. 18 (VII, 536); ὀδμή, Nic. Ther. 425.
Greek (Liddell-Scott)
πνῐγόεις: εσσα, εν, = πνιγηρός, Ἀνθ. Π. 7. 536, Νικ. Θηρ. 425.
Greek Monotonic
πνῐγόεις: -εσσα, -εν = πνιγηρός, σε Ανθ.