πολύφονος

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.