ποτιμυθέομαι

Revision as of 01:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. προσμυθέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιμυθέομαι: Δωρ. ἀντὶ προσμ-, Θεόκρ.

Greek Monotonic

ποτιμυθέομαι: Δωρ. αντί προσ-μυθέομαι.