μυθέομαι

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθέομαι Medium diacritics: μυθέομαι Low diacritics: μυθέομαι Capitals: ΜΥΘΕΟΜΑΙ
Transliteration A: mythéomai Transliteration B: mytheomai Transliteration C: mytheomai Beta Code: muqe/omai

English (LSJ)

Ep. 2sg. μυθεῖαι (for μυθέεαι) Od.8.180,
A μυθέαι 2.202: 3pl. Ion. impf. μυθέσκοντο Il.18.289: fut. μυθήσομαι 2.488, S.Aj.865: Ep. aor. μυθήσατο Il.17.200: (μῦθος):
I speak, abs., Il.7.76, 8.40, etc.; μειλίχως μυθεύμενος Semon.7.18; converse, ἀλλήλοισιν A.R.1.458: c. acc. et inf., say that... Il.21.462: c. inf., order, A.Pr.664, prob. (for μυθεύομαι) in Perict. ap. Stob.4.28.19: c. acc., tell, recount, πληθὺν δ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ' ὀνομήνω Il.2.488, cf. Od.11.517; οὕς κεν ἐῢ γνοίην καί τ' οὔνομα μυθησαίμην Il.3.235; tell of, Σκύλλην Od.12.223; κήδεα 11.376: c. acc. cogn., speak, utter, μῦθον μ. explain the reason, 3.140; κερτομίας, ὀνείδεα μυθήσασθαι, Il. 20.202,246; ἀληθέα 6.382; ἐτήτυμα Hes.Op.10; μέγα Theoc.10.20; νημερτέα Il.6.376; νημερτέως Od.19.269; τὰ δ' ἄλλ' ἐν Ἅιδου τοῖς κάτω μυθήσομαι S. l. c.: c. dupl. acc., call so and so, πόλιν μ. πολύχρυσον Il.18.289: followed by relat. or interrog. clause, τόν τοι μυθήσομαι, οἷος ἔην Od.19.245, cf. Pi.P.4.298.
II say over to oneself, con over, consider, dub. in Od.13.191: in full, προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν Il.17.200; πάντα Ζεὺς μυθεῖται Democr.30.—Used in Ep. and Trag.; never in Com. or Att. Prose.—Act. μυθέω in Democr.297 as v.l. for μυθοπλαστέω; μυθεῦσαι (i.e. μυθοῦσαι) dub. in E.IA789 (lyr.); μυθήσας· εἰπών, Phot.

German (Pape)

[Seite 214] sprechen, reden; ὧδε δὲ μυθέομαι, Il. 7, 76 u. öfter, ὡς σύ γε μοθεῖαι, Od. 8, 180; προτὶ ὃν μυθήσατο θυμόν, Il. 17, 200; mit folgendem acc. c. inf., οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι, 21, 462; trans. c. acc., aussprechen, erzählen, nennen, πλῆθυν δ' οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ' ὀνομήνω, 2, 488, öfter; οὔτε θεοπροπίης ἐμπαζόμεθ', ἣν σὺ μυθέαι (für μυθέεαι), Od. 2, 202; Σκύλλην δ' οὐκέτ' ἐμυθεόμην, von der Scylla sprach ich nicht mehr, 12, 223; auch μῦθον μυθείσθην, eine Rede halten, 3, 140; πόλιν μυθέσκοντο πολύχρυσον, Il. 18, 289; ὄνομα μυθήσομαι, Od. 9, 16; πᾶσαν ἀληθείην, 11, 507, wie ἀληθέα oft, die Wahrheit sagen; auch Hes. Th. 28, ἐτήτυμα, Op. 10; νημερτέα, Il. 6, 376, wie νημερτέως, Od. 19, 269; ὄφρα ἕκαστα μυθήσαιτο, Od. 13, 191; Pind. μυθήσαιθ' ὁποίαν εὗρε παγάν, P. 4, 298; ἄπιστα μυθεῖσθε, Aesch. Suppl. 274; neben ἐπισκήπτειν, den Befehl aussprechen, Prom. 667; ἀνδρὸς φλαῦρ' ἔπη μυθουμένου, Soph. Ai. 1141; μυθήσομαι, 852; sp. D., ἀμοιβαδὶς ἀλλήλοισι μυθεῦντο, Ap. Rh. 1, 457; – ἐμυθήθη ἐπ' ἐμοί, Luc. Philopatr. 1. – Das act. steht bei Democrit. in Stob. Floril. 98, 61, ψευδέα περὶ τοῦ μετὰ τὴν τελευτὴν μυθέοντες φόβου, was aber Valck. zu Eur. Hipp. v. 191 anzweifelt.

French (Bailly abrégé)

μυθοῦμαι;
I. intr. parler, converser;
II. tr. 1 dire, raconter : τι, qch ; τί τινι, qch à qqn;
2 particul. désigner, nommer;
3 annoncer en parl. d'un oracle;
4 ordonner de, inf.;
III. se dire à soi-même, délibérer en soi-même sur, acc..
Étymologie: μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

μῡθέομαι: med. к μυθέω.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθέομαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. μυθεῖαι (ἀντὶ μυθέεαι) Ὀδ. Θ. 180, μυθέαι, Β. 202· γ΄ πληθ. Ἰων. παρατ. μυθέσκοντο Ἰλ. Σ. 289· μέλλ. μυθήσομαι Ὅμ., Σοφ.· Ἐπικ. ἀόρ. μυθήσατο, κτλ., Ὅμ.· ἀποθ.· (μῦθος)· Ι. λέγω, ὁμιλῶ, ἀπολ., Ἰλ. Η. 76., Θ. 40, κτλ.· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λέγω ὅτι..., Φ. 462· μετ’ ἀπαρ. μόνον, διατάττω, Αἰσχύλ. Πρ. 664: μετ’ αἰτ., λέγω, διηγοῦμαι, πληθὺν δ’ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ’ ὀνομήνω Ἰλ. Β. 488, πρβλ. Ὀδ. Λ. 517· οὕς κεν ἐῢ γνοίην καὶ τ’ οὔνομα μυθησαίμην Ἰλ. Γ. 235· ὡσαύτως, λέγω περί τινος, Σκύλλην Μ. 223· κήδεα Λ. 375· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., λέγω, ὁμιλῶ, προφέρω, μῦθον μυθεῖσθαι Ὀδ. Γ. 140· κερτομίας, ὀνείδεα μυθήσασθαι Ἰλ. Υ. 202, 246· ἀληθέα Ζ. 382, κτλ.· ἐτήτυμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 10· νημερτέα Ἰλ. Ζ. 376· καὶ νημερτέως Ὀδ. Τ. 269· ὡσαύτως, μ. τινί τι Σοφ. Αἴ. 865· μετὰ διπλῆς αἰτ., καλῶ τι μέ τι ὄνομα, πόλιν μ. πολύχρυσον Ἰλ. Σ. 289 - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., τὸν τοι μυθήσομαι, οἷος ἔην Ὀδ. Τ. 245, πρβλ. Πινδ. Π. 4. 532. ΙΙ. λέγω κατ’ ἐμαυτόν, σκέπτομαι, (πρβλ. φράζομαι), Ὀδ. Ν. 191· πλῆρες, προτὶ ὃν μυθήσατο θυμὸν Ἰλ. Ρ. 200· πρβλ. μῦθος V. - Ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ. καὶ Τραγ. ποιηταῖς· οὐδαμοῦ παρὰ κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζογράφων· πρβλ. παραμυθέομαι. -Τὸ ἐνεργ. μυθέω παρὰ Δημοκρ. (πρβλ. μυθοπλαστέω)· μυθεῦσαι (δηλ. μυθοῦσαι), Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 790 μυθήσας· εἰπών, Φώτ.

English (Slater)

μῡθέομαι relate καί κε μυθήσαιθ, ὁποίαν, Ἀρκεσίλα, εὗρε παγὰν (P. 4.298)

Greek Monotonic

μῡθέομαι: (μῦθος)· Επικ. βʹ ενικ. μυθεῖαι (αντί μυθέεαι) και μύθεαι· Ιων. γʹ πληθ. παρατ. μυθέσκοντο, μέλ. μυθήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ μυθήσατο·
I. αποθ., λέω, μιλώ, αμτβ., σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. και απαρ., λέω ότι, στον ίδ.· με απαρ. μόνο, διατάζω, σε Αισχύλ.· με αιτ., εξιστορώ, ανακεφαλαιώνω, σε Όμηρ.· επίσης, μιλώ για κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αντ., λέω, μιλώ, εκφέρω, σε Όμηρ.· πόλινμυθοῦμαι πολύχρυσον, μιλώ για την πόλη την τόσο πλούσια σε χρυσάφι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μιλώ με τον εαυτό μου, εξετάζω, σκέφτομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

μῦθος [Dep.]
I. to say, speak, absol., Il.:—c. acc. et inf. to say that, Il.: c. inf. only, to order, Aesch.:—c. acc. to tell, recount, Hom.; also, to tell of, Il.:—c. acc. cogn. to say, speak, utter, Hom.; πόλιν μ. πολύχρυσον to speak of the city as rich in gold, Il.
II. to say over to oneself, con over, consider, Hom.