ποτιμυθέομαι
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
v. προσμυθέομαι.
German (Pape)
dor. = προσμυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐμῡθέομαι: дор. Theocr. = * προσμυθέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιμυθέομαι: Δωρ. ἀντὶ προσμ-, Θεόκρ.
Greek Monotonic
ποτιμυθέομαι: Δωρ. αντί προσ-μυθέομαι.