προστεκταίνομαι

Revision as of 01:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Med.,

   A add of one's own device, Plu.Lys.26.

German (Pape)

[Seite 782] dep. med., hinzuzimmern, Plut. Lys. 26.

French (Bailly abrégé)

fabriquer ou machiner en outre.
Étymologie: πρός, τεκταίνομαι.

Greek Monolingual

Α
επινοώ, μηχανεύομαι κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< τέκτων «ξυλουργός»)].

Greek Monotonic

προστεκταίνομαι: Μέσ., επινοώ επιπλέον, σε Πλούτ.