συνεθιστέον
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
A one must accustom oneself, c. inf., Pl.R.520c. II one must accustom, πρὸς ταῦτα σ. αὑτούς, folld. by infs., Plu.2.522d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεθιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 520C. II. πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ, τινὰ πρός τι Πλούτ. 2. 522D· τινὰ ποιεῖν τι αὐτόθι 11C.
Greek Monotonic
συνεθιστέον: ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να συνηθίσει, σε Πλάτ.