τρισκαιδέκατος

From LSJ
Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος τρίτος, Ἰλ. Κ. 561, Ὀδ. Θ. 391. κλπ. τρισκαιδεκάτη, ἡ δεκάτη τρίτη ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 725· τῇ τρ., κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην ἡμέραν, Ὀδ. Τ. 202.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
treizième ; ἡ τρισκαιδεκάτη (ἡμέρα) le 13ᵉ jour.
Étymologie: τρισκαίδεκα.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
βλ. τρεισκαιδέκατος.

Greek Monotonic

τρισκαιδέκᾰτος: -η, -ον, δέκατος τρίτος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ τρισκαιδεκάτη (ενν. ἡμέρα), η δέκατη τρίτη ημέρα, σε Ομήρ. Οδ.