φοινικοπάρῃος
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ μιλτοπάρῃος, ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux flancs (litt. aux joues) écarlates (navire).
Étymologie: ion. p. *φοινικοπαρειος de φοῖνιξ¹, παρειά.
Greek Monotonic
φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ιων. αντί -πάρειος, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.