ὤκιστα
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
German (Pape)
[Seite 1408] als adv. gebr. neutr. plur. von ὠκύς, aufs schnellste, sehr schnell, Od. 22, 77. 133.
French (Bailly abrégé)
v. ὦκα.
Greek Monotonic
ὤκιστα: υπερθ. επίρρ. του ὠκύς, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, σε Ομήρ. Οδ.