ὤκιστα

From LSJ
Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

German (Pape)

[Seite 1408] als adv. gebr. neutr. plur. von ὠκύς, aufs schnellste, sehr schnell, Od. 22, 77. 133.

French (Bailly abrégé)

v. ὦκα.

Greek Monotonic

ὤκιστα: υπερθ. επίρρ. του ὠκύς, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, σε Ομήρ. Οδ.