περίκηλος

Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, κηλόν)

   A very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.

German (Pape)

[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.

English (Autenrieth)

very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κηλόν «ξηρό»].

Greek Monotonic

περίκηλος: -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περίκηλος: хорошо просушенный, высохший (δένδρεα, ξύλα Hom.).