κρασπεδίτης

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρασπεδίτης Medium diacritics: κρασπεδίτης Low diacritics: κρασπεδίτης Capitals: ΚΡΑΣΠΕΔΙΤΗΣ
Transliteration A: kraspedítēs Transliteration B: kraspeditēs Transliteration C: kraspeditis Beta Code: kraspedi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἔσχατος τοῦ χοροῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κορυφαῖον, Πλούτ. 2. 678D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le dernier figurant d’un chœur.
Étymologie: κράσπεδον.

Greek Monolingual

κρασπεδίτης, ὁ (Α) κράσπεδον
ο τελευταίος του χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο.

Russian (Dvoretsky)

κρασπεδίτης: ου (ῑ) ὁ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди) (τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.).