πεμπτάμερος

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 553] dor. statt πενθήμερος, fünftägig, Pind. Ol. 5, 6, ἀέθλων πεμπταμέροις ἁμίλλαις.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτάμερος: πεμπτάς, ἴδε ἐν λ. πεμπάς.

English (Slater)

πεμπτάμερος,
   1 on the fifth day v. πεμπάμερος.]

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πενθήμερος.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτάμερος: (ᾱ) Pind. = πεμπταῖος.