πεμπταῖος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπταῖος Medium diacritics: πεμπταῖος Low diacritics: πεμπταίος Capitals: ΠΕΜΠΤΑΙΟΣ
Transliteration A: pemptaîos Transliteration B: pemptaios Transliteration C: pemptaios Beta Code: pemptai=os

English (LSJ)

α, ον,
A on the fifth day, mostly agreeing with the Subject, π. ἱκόμεσθα on the fifth day we came, Od.14.257, cf. Hp. Aph.4.36; π.γεγενημένος born five days before, Pi.O.6.53; πεμπταῖα λογίζομαι… γενέσθαι D.19.59; προκεῖσθαι π. to have been five days laid out as dead, Ar. Av. 474; [νεκροὶ] ἤδη ἦσαν π. X.An.6.4.9; ἔκρινεν [ὁ πυρετὸς] πεμπταίοισι came to a crisis with those who had had it five days, Hp.Epid. 1.20; π. ἀπὸ τῆς νίκης, ἐκ γενετῆς, Plu. Fab.17, Luc. Halc.5.
II every fifth day, π. πυρετοί quintan fevers, Hp. Epid.1.24, cf. Alex. Aphr.Pr.2.10; ποτισμοί POxy.729.24 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 553] fünftägig, am fünften Tage; πεμπταῖοι δ' Αἴγυπτον ἱκόμεσθα, Od. 14, 257; πεμπταῖον γεγεναμένον, Pind. Ol. 6, 53; τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον, Ar. Av. 474; νεκροὶ ἤδη ἦσαν πεμπταῖοι, Xen. An. 6, 2, 9, sie lagen schon fünf Tage; u. so bei den Folgdn überall.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a lieu ou arrive le 5ᵉ jour ou depuis cinq jours.
Étymologie: πέμπτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμπταῖος -α -ον [πέμπτος] op de vijfde dag:. π. ἱκέσθαι op de vijfde dag aankomen Od. 14.257. vijf dagen lang:. (νεκροὶ) ἤδη... ἦσαν πεμπταῖοι (de lijken) waren al vijf dagen oud Xen. An. 6.4.9. elke vijfde dag:. πυρετοί... πεμπταῖοι koortsen om de vier dagen Hp. Epid. 1.24.

Russian (Dvoretsky)

πεμπταῖος: пятидневный: πεμπταῖοι Αἴγυπτον ἱκόμεσθα Hom. по истечении пяти дней (или на пятый день) мы прибыли к (реке) Египту; νεκροὶ ἤδη ἦσαν πεμκταῖοι Xen. трупы лежали (без погребения) уже пять дней.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπταῖος: -α, -ον, (πέμπτος) ὁ κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν· ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ συμφωνεῖ πρὸς τὸ ὑποκείμενον πεμπταῖοι ἱκόμεσθα, ἤλθομεν κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, Ὀδ. Ξ. 257, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1250· πεμπταῖος γεγεννημένος, γεννηθεὶς πρὸ πέντε ἡμέρῶν, Πινδ. Ο. 6. 89· πεμπταῖος ἐγένετο, κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, Δημ. 359. 19· γῆν δ’ οὐκ εἶναι τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον, (λέγων) ὅτι δὲν ὑπῆρχε γῆ καὶ ὅτι ὁ (κορυδὸς) ἔκειτο ἄταφος ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Ἀριστοφ. Ὄρν. 474· ἦσαν νεκροὶ ἤδη πεμπταῖοι Ξεν. Ἀνάβ. 6. 2, 9· ἔκρινεν [ὁ πυρετὸς] πεμπταίοισι, ἐπῆλθεν ἡ κρίσις τοῦ πυρετοῦ εἰς τοὺς ἔχοντας αὐτὸν ἐπὶ πέντε ἡμέρας, Ἱππ. 956Η· π. ἀπὸ τῆς νίκης, ἐκ γενετῆς Πλουτ. Φάβ. 17, Λουκ. Ἁκλυὼν 5.

English (Autenrieth)

on the fifth day, pl., Od. 14.257†.

English (Slater)

πεμπταῖος five days old τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο πεμπταῖον γεγενημένον (O. 6.53)

Greek Monolingual

-α, -ο / πεμπταῖος, -αία, -ον, ΝΑ πέμπτος
1. αυτός που συμβαίνει κατά την πέμπτη ημέρα
2. αυτός που γίνεται κάθε πέμπτη ημέρα («πεμπταῖοι πυρετοί», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

πεμπταῖος: -α, -ον (πέμπτος), κατά την πέμπτη μέρα· σε συμφωνία με το υποκ., πεμπταῖοι ἱκόμεσθα, ήρθαμε την πέμπτη μέρα, σε Ομήρ. Οδ.· πεμπταῖον ἐγένετο, συνέβη την πέμπτη μέρα, σε Δημ.· πεμπταῖος προκεῖσθαι, πέντε μέρες βρισκόταν νεκρός και ξαπλωμένος έξω (δηλ. άταφος), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πεμπταῖος, η, ον πέμπτος
on the fifth day, agreeing with the Subject, πεμπταῖοι ἱκόμεσθα on the fifth day we came, Od.; πεμπταῖον ἐγένετο it was on the fifth day, Dem.; π. προκεῖσθαι to have been five days laid out as dead, Ar.

English (Woodhouse)

on the fifth day

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)