πεμπτάμερος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 553] dor. statt πενθήμερος, fünftägig, Pind. Ol. 5, 6, ἀέθλων πεμπταμέροις ἁμίλλαις.
Russian (Dvoretsky)
πεμπτάμερος: (ᾱ) Pind. = πεμπταῖος.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπτάμερος: πεμπτάς, ἴδε ἐν λ. πεμπάς.
English (Slater)
πεμπτάμερος, on the fifth day v. πεμπάμερος.]
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πενθήμερος.