κάλλιχθυς

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιχθυς Medium diacritics: κάλλιχθυς Low diacritics: κάλλιχθυς Capitals: ΚΑΛΛΙΧΘΥΣ
Transliteration A: kállichthys Transliteration B: kallichthys Transliteration C: kallichthys Beta Code: ka/llixqus

English (LSJ)

υος, ὁ,

   A beauty-fish, = ἀνθίας, Arist.Fr.316, cf. Hedyl. ap.Ath.8.344f, Numen. ap. eund.7.295b; but distd. from it by Dorion ib.282e, cf. Opp.H.3.335.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιχθυς: -υος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὅστις ἐκαλεῖτο καὶ ἀνθίας καὶ καλλιώνυμος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 282C, «Ἀριστοτέλης δὲ καὶ καρχαρόδοντα εἶναι τὸν κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον» αὐτόθι D, (Ἀριστ. Ἀποσπ. 297), «Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων διαφέρειν φησίν ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν» Ἀθήν. 282Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ κάλλιχθυς ἴδε Ἀρκάδ. σ. 92, 6.

Greek Monolingual

κάλλιχθυς, -ίχθυος, ὁ (Α)
είδος ωραίου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ἰχθῦς].

Russian (Dvoretsky)

κάλλιχθῠς: ῠος ὁ красивая рыбка, (предполож. ἀνθίςα) Arst.