πεταυριστής
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.
Russian (Dvoretsky)
πεταυριστής: οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin.