πεταυριστής

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.

Russian (Dvoretsky)

πεταυριστής: οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin.