δακνάζω
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
A = δάκνω, AP7.504 (Leon.). II metaph. in Pass., to be afflicted, mournful, imper. δακνάζου A.Pers.571.
Spanish (DGE)
morder ἰουλίδα AP 7.504 (Leon.)
•fig. en v. med. afligirse στένε καὶ δακνάζου A.Pers.571.
Greek Monolingual
δακνάζω (Α)
1. δάκνω
2. δακνάζομαι
λυπούμαι, θρηνώ («στένε καί δακνάζου», Αισχ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός, παρεκτεταμένος τύπος του δάκνω].
Russian (Dvoretsky)
δακνάζω: Anth., med. Aesch. = δάκνω.