ψευδοχρυσόλιθος

Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

German (Pape)

[Seite 1395] ὁ, falscher, unächter Chrysolith, D. Sic. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοχρῡσόλῐθος: ὁ, ψευδὴς χρυστόλιθος, Διόδ. 2. 52· πρβλ. Saluas Solin. 769C.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσόλιθος που δεν είναι γνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + χρυσόλιθος.

Russian (Dvoretsky)

ψευδοχρῡσόλῐθος: ὁ лжехрисолит Diod.