ψευδοχρυσόλιθος
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
German (Pape)
[Seite 1395] ὁ, falscher, unächter Chrysolith, D. Sic. 2, 52.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοχρῡσόλῐθος: ὁ лжехрисолит Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοχρῡσόλῐθος: ὁ, ψευδὴς χρυστόλιθος, Διόδ. 2. 52· πρβλ. Saluas Solin. 769C.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χρυσόλιθος που δεν είναι γνήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + χρυσόλιθος.