ταχύπομπος

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπομπος Medium diacritics: ταχύπομπος Low diacritics: ταχύπομπος Capitals: ΤΑΧΥΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: tachýpompos Transliteration B: tachypompos Transliteration C: tachypompos Beta Code: taxu/pompos

English (LSJ)

ον,

   A quick-sailing, διωγμοί A.Supp.1046 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1076] schnell schickend, geleitend, Aesch. Suppl. 1031.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύπομπος: -ον, ὁ ταχέως πέμπων ἢ συνοδεύων, διωγμοὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στέλνει ή συνοδεύει γρήγορα («τί ποτ' εὔπλοιαν ἔπραξαν ταχυπόμποισι διωγμοῑς;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + πομπός (πρβλ. ναυσί-πομπος)].

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύπομπος: (ῠ) быстро следующий, т. е. стремительный, быстрый (διωγμοί Aesch.).