μεθερμήνευσις
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
German (Pape)
[Seite 111] ἡ, Erklärung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεθερμήνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεθερμηνεύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. ἐν τῷ προοιμ.
Russian (Dvoretsky)
μεθερμήνευσις: εως ἡ толкование, разъяснение Arst.