παρεγχέω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A pour in beside, Arist.EE1235b39 :—Pass., Id.Mete.359a2, Gal.18(2).469 ; κριθαὶ παρεγκεχυμέναι v.l. in Plu.2.82e.
German (Pape)
[Seite 510] (s. χέω), daneben hineingießen, hinzugießen; Arist. meteor. 2, 3; ἡδὺν εἶναι τὸν οἶνον παρεγχεομένης θαλάττης Ath. I, 26 b, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγχέω: ἐγχέω παρά …, πλησίον, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 5· παθ., Μετεωρ. 2. 3, 33. ― Ἴδε Γ. Ν. Χατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ´, σ. 651.
Greek Monolingual
ΜΑ
χύνω, αδειάζω, ανακατεύω επί πλέον (α. «παρεγχέομεν ἑψήματος μέρος», Γεωπ. β. «κριθαῑς παρεγκεχυμέναις» Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγχέω.
Russian (Dvoretsky)
παρεγχέω: доливать, добавлять (ὄξος Arst.).