διαθηρεύω
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
German (Pape)
[Seite 578] durch-, erspähen, Plat. Phil. 32 d, mit der v. l. διαπορευθῆναι.
Russian (Dvoretsky)
διαθηρεύω: охотиться: διαθηρευθῆναι (v. l. διαπορευθῆναι) Plat. быть пойманным или выслеженным.