ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
inf. ao.2 Moy. de τρέπω.
τρᾰπέσθαι: απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του τρέπω.
τρᾰπέσθαι: inf. aor. 2 med. к τρέπω.