στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
ῶν (τά) :v. ταρσός.
ταρσά: τά Anacr. pl. к ταρσός.