ταρσά

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

French (Bailly abrégé)

ῶν (τά) :
v. ταρσός.

Russian (Dvoretsky)

ταρσά: τά Anacr. pl. к ταρσός.