θυμολέαινα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ἡ, fem. of θυμολέων, AP5.299 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, fem. zum Folgdn, παρθένος Paul. Sil. 35 (V, 300).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμολέαινα: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 5. 300.
Russian (Dvoretsky)
θῡμολέαινα: adj. f с сердцем львицы, отважная как львица (παρθένος Anth.).