πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
α;adj. m. dor.hospitalier.Étymologie: ξένος, ἡγέομαι.
ξενᾱγέτας 1 guiding strangers βάρυνθεν δὲ περισσὰ Δελφοὶ ξεναγέται (N. 7.43)
ξενᾱγέτᾱς: α adj. m дор. = ξεναγέτης.