κέλευμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A = κέλευσμα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1414] τό, = κέλευσμα; ἐξ ἑνὸς κελεύματος Sophr. bei Ath. III, 87 a; Plat. Phaedr. 253 d u. A.; oft v. l. κέλευσμα, Lob. zu Soph. Ai. 323.
Greek (Liddell-Scott)
κέλευμα: τό, = κέλευσμα, ὃ ἴδε.
English (Strong)
from κελεύω; a cry of incitement: shout.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
κέλευμα: ατος τό Her., Plat. = κέλευσμα.