ἀνδράγρια

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

τά,

   A spoils of a slain enemy, Il.14.509.

German (Pape)

[Seite 216] τά, die dem erlegten Manne abgenommene Beute, Hom. einmal, Il. 14, 509.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδράγρια: -ων, τά, λάφυρα φονευθέντος ἐχθροῦ, Ἰλ. Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
dépouilles d’un ennemi.
Étymologie: ἀνήρ, ἄγρα.

English (Autenrieth)

(ἀνήρ, ἄγρη): spoils taken from men, spoils of arms, Il. 14.509†.

Spanish (DGE)

-ων, τά despojos, Il.14.509.

Greek Monolingual

ἀνδράγρια, τα (Α)
τα λάφυρα από σκοτωμένο εχθρό και κυρίως η πανοπλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -αγρια, πληθ. του -αγριον < άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

ἀνδράγρια: -ων, τά (ἀνήρ, ἄγρα), λάφυρα σκοτωμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδράγρια: τά доспехи, снятые с убитого противника Hom.