ἀνακοιρανέω

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A rule or command in a place, Posidipp. ap. Ath.7.318d.

German (Pape)

[Seite 193] herrschen, Posidip. 21 (App. 67). Hom. Il. 5, 824 μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα gehört nicht hierher.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακοιρᾰνέω: ἄρχω, βασιλεύω, διοικῶ, ἔν τινι τόπῳ, Ἀνθ. Π. παράρτ. 67. ― Παρ’ Ὁμήρῳ Ἰλ. Ε. 824 γράφεται νῦν κεχωρισμένως, ἀνὰ κοιρανέοντα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander à ou dans.
Étymologie: ἀνά, κοιρανέω.

Spanish (DGE)

(ἀνακοιρᾰνέω) regir, reinar ἐπὶ Ζεφυρίτιδος ἀκτῆς Posidipp.13.3P.

Greek Monotonic

ἀνακοιρᾰνέω: μέλ. -ήσω, άρχω, βασιλεύω ή διοικώ έναν τόπο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακοιρᾰνέω: властвовать, управлять Anth.