Μακεδονικός
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Macédoine.
Étymologie: Μακεδών.
Russian (Dvoretsky)
Μᾰκεδονικός: македонский Her., Xen. etc.