καταπέρδω

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

German (Pape)

[Seite 1369] (s. πέρδω), Einem ins Gesicht farzen, oppedere, τινός, gemeiner Ausdruck für verachten; τῆς πενίας Ar. Plut. 617, τοῦ σοῦ δίνου κατέπαρδεν Vesp. 618; Epicrat. bei Ath. II, 59 f.

Greek (Liddell-Scott)

καταπέρδω: τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -πέρδομαι: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία ἔκφρασις, - τινός, εἰς σημεῖον περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κατέπαρδον;
péter au nez de ; se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, πέρδω.

Greek Monotonic

καταπέρδω: κυρίως στη Μέσ. -πέρδομαι· αόρ. βʹ κατέπαρδον, παρακ. καταπέπορδα· κλάνω, αερίζομαι μπροστά σε κάποιον, τινός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταπέρδω: (aor. 2 κατέπαρδον) тж. med., груб. (лат. oppedere) издеваться, глумиться, высказывать крайнее презрение (τινός Arph.).