γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
seul. pf. Pass. διαμέμνημαι;conserver dans sa mémoire.Étymologie: διά, μιμνῄσκω.
διαμιμνῄσκω: (только pf. διαμέμνημαι) постоянно помнить, хранить в памяти Xen.