ἀμελητί
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German (Pape)
[Seite 121] sorglos, Luc. Tim. 12.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans soin.
Étymologie: ἀμέλητος.
Spanish (DGE)
adv.
1 por descuido, descuidadamente οἱ δεκαταλάντους δωρεὰς ἀ. προϊέμενοι Luc.Tim.12.
2 v. ἀμελλητί.
Greek Monolingual
ἀμελητὶ επίρρ. (Α) ἀμελῶ
ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.
Russian (Dvoretsky)
ἀμελητί: adv. беззаботно, беспечно (προΐεσθαί τι Luc.).