ἀμελητί

From LSJ
Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

German (Pape)

[Seite 121] sorglos, Luc. Tim. 12.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans soin.
Étymologie: ἀμέλητος.

Spanish (DGE)

adv.
1 por descuido, descuidadamente οἱ δεκαταλάντους δωρεὰς ἀ. προϊέμενοι Luc.Tim.12.
2 v. ἀμελλητί.

Greek Monolingual

ἀμελητὶ επίρρ. (Α) ἀμελῶ
ανέμελα, αδιάφορα, απρόσεκτα, αφρόντιστα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμελητί: adv. беззаботно, беспечно (προΐεσθαί τι Luc.).