κιγκλισμός
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ὁ, = foreg., ib.14;
A = τάραχος, Men.478.
Greek Monolingual
κιγκλισμός, ὁ (Α) κιγκλίζω (II)]
1. κίγκλισις
2. ταραχή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιγκλισμός -οῦ, ὁ [κιγκλίζω] (schokkende) beweging; uitbr. beroering, verwarring.