τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
περιδεῶς: ἴδε περιδεὴς ἐν τέλει.
adv.avec effroi.Étymologie: περιδεής.
περιδεῶς: в сильном страхе, боязливо Thuc., Plut.
περιδεῶς adv. van περιδεής.