ταυτί

From LSJ
Revision as of 11:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

German (Pape)

[Seite 1074] att. verstärktes ταῦτα, s. οὑτοσί.

Greek (Liddell-Scott)

ταυτί: ἐπιτεταμένη Ἀττ. αἰτ. ἀντὶ ταῦτα, ἴδε οὗτος Α.

French (Bailly abrégé)

att. p. ταῦτα.

Greek Monotonic

ταυτί: επιτετ. Αττ. αντί ταῦτα, ουδ. πληθ. του οὗτος.

Russian (Dvoretsky)

ταυτί: intens. к ταῦτα I и II.