σβεστικός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Arist.Pr.933a23, LXX Wi.19.20, Dsc. 1.128: Comp. and Sup., Thphr.Ign.59.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σβέννυμι
σβεστήριος.
Russian (Dvoretsky)
σβεστικός: Arst. = σβεστήριος.