εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
att. c. πεσσευτής.
ὁ, Αβλ. πεσσευτής.
πεττευτής -οῦ, ὁ, Ion. πεσσευτής [πεττεύω] pettos-speler.