ἐπάχθομαι

Revision as of 14:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A to be annoyed at .., κακοῖς E.Hipp.1260.

German (Pape)

[Seite 907] (s. ἄχθομαι), sich belästigt fühlen, betrübt sein, κακοῖς Eur. Hipp. 1260.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάχθομαι: ἄχθομαι ἐπί τινι, οὔθ’ ἥδομαι τοῖσδ’ οὔτ’ ἐπάχθομαι Εὐρ. Ἱππ. 1260.

French (Bailly abrégé)

s’affliger de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἄχθομαι.

Greek Monolingual

ἐπάχθομαι (Α)
στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτιἥδομαι τοῑσδ' οὔτ' ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»].

Greek Monotonic

ἐπάχθομαι: Παθ., ενοχλούμαι με κάτι, με δοτ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάχθομαι: быть удручаемым, огорчаться (κακοῖς Eur.).