τιθηνέομαι

Revision as of 14:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek Monotonic

τῐθηνέομαι:1. Μέσ., περιποιούμαι, περιθάλπω, διατρέφω ως τροφός, σε Θέογν., Ξεν.
2. διατηρώ, διατρέφω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνέομαι: 1) кормить грудью (παῖδα νεογνόν HH): ἡ τιθηνουμένη Luc. кормилица;
2) няньчить, ласкать (τινα Xen.);
3) лелеять или взращивать (τοὺς Ἀδώνιδος κήπους Plut.);
4) покровительствовать: σεμνὰ τέλη θνατοῖσι τ. Soph. (о Деметре и Персефоне) помогать людям справлять мистерии.