τιθηνέομαι
From LSJ
Greek Monotonic
τῐθηνέομαι:1. Μέσ., περιποιούμαι, περιθάλπω, διατρέφω ως τροφός, σε Θέογν., Ξεν.
2. διατηρώ, διατρέφω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τῐθηνέομαι:
1 кормить грудью (παῖδα νεογνόν HH): ἡ τιθηνουμένη Luc. кормилица;
2 няньчить, ласкать (τινα Xen.);
3 лелеять или взращивать (τοὺς Ἀδώνιδος κήπους Plut.);
4 покровительствовать: σεμνὰ τέλη θνατοῖσι τ. Soph. (о Деметре и Персефоне) помогать людям справлять мистерии.
Middle Liddell
[Mid.]
1. to nurse, suckle, tend as nurse, Theogn., Xen.
2. to keep up, maintain, Soph.