νηοβάτης
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, poet. for ναυβάτης, AP7.668 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
νηοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ναυβάτης, Ἀνθ. Π. 7. 668.
Greek Monolingual
νηοβάτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ναυβάτης.
Greek Monotonic
νηοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. αντί ναυβάτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νηοβάτης: ου ὁ ион. Anth. = ναυβάτης II.