κατελεύσομαι

From LSJ
Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek (Liddell-Scott)

κατελεύσομαι: κατελθεῖν: μέλλ. καὶ ἀόρ. τοῦ ῥήμ. κατέρχομαι.

French (Bailly abrégé)

v. κατέρχομαι.

Greek Monotonic

κατελεύσομαι: μέλ. του κατέρχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατελεύσομαι fut. bij κατέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατελεύσομαι: fut. к κατέρχομαι.