γρηῦς
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
γρηΰς, Ion. and Ep. for γραῦς.
German (Pape)
[Seite 506] ἡ, ion. = γραῦς.
Greek (Liddell-Scott)
γρηῦς: γρηῡς, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ γραῦς.
English (Autenrieth)
dat. γρηί, voc. γρηῦ and γρῆυ: old woman.
Spanish (DGE)
γρηΰς v. γραῦς.
Greek Monotonic
γρηῦς: γρηΰς, Ιων. και Επικ. αντί γραῦς.