δημόομαι

Revision as of 15:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Dor. δαμ-,

   A sing a popular song (cf. δάμωμα), γλυκύ τι δαμωσόμεθα Pi.I.8(7).9; δημούμενον λέγειν talk ad captandum, Pl. Tht.161e; also δ. ἱερὰς ἐσθῆτας display, Jul.Ep.89b (s. v. l.).    II Pass., to be made public, D.C.53.19,Fr.57.80.

German (Pape)

[Seite 563] = δημοκοπεῖν, Suid.; übh. scherzen, spaßen, Pind. I. 7, 8; Plat. Theaet. 161 e; vgl. Ruhnk. Tim. p. 78.

Greek (Liddell-Scott)

δημόομαι: Δωρ. δαμ-, μέσ., δημοσίᾳ ἀγορεύω ὅπως εὐχαριστήσω ἢ τέρψω τὸν δῆμον (πρβλ. δημοκοπέω), γλυκύ τι δαμωσόμεθα, θὰ δοκιμάσωμεν εὐχάριστόν τι, ἀγαπητὸν τῷ λαῷ ᾆσμα, Πίνδ. Ι. 8(7). 18· πρβλ. δήμωμα·- οὕτω, δημούμενον λέγειν, ὁμιλῶ θηρεύων τὴν εὔνοιαν τοῦ λαοῦ, ad captandum, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε. ΙΙ. εἶμαι δημοσίᾳ γνωστὸς, Δίων Κ.παρὰ Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
capter la faveur populaire, flatter le peuple.
Étymologie: δῆμος.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. δᾱμ- Pi.I.8.9, Hsch.
1 hablar para el pueblo ταῦτα πῶς μὴ φῶμεν δημούμενον λέγειν τὸν Πρωταγόραν; ¿cómo no afirmar que Protágoras dice eso hablando para el pueblo? Pl.Tht.161e
ofrecer al pueblo, divulgar, hacer público c. ac. int. γλυκύ τι Pi.l.c., cf. Hsch., en v. pas. ὅσα γε καὶ ἀναγκαῖον ἔσται εἰπεῖν, ὥς που καὶ δεδήμωται φράσω D.C.53.19.6, τις λόγος περὶ αὐτῶν τοιόσδε ἐδημώθη D.C.57.80, cf. Ael.Dion.δ 13
popularizar, celebrar, dar fama en v. pas., Hsch.s.u. δαμώμενος.
2 vulgarizar, desacralizar τὰς ἱερὰς ἐσθῆτας Iul.Ep.89b.303d.

Greek Monotonic

δημόομαι: Δωρ. δαμ- (δῆμος)· Παθ., μιλώ με λαϊκότητα, δημαγωγώ, δημοκοπώ, σε Πίνδ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημόομαι Dor. δᾱμόομαι [δῆμος] een lied voor het volk zingen; overdr. populair doen.