αἴσακος
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ὁ,
A branch of myrtle or laurel, handed by one to another at table as a challenge to sing, Plu.2.615b, Hsch. II = ἐριθακός, EM38.49.
Greek (Liddell-Scott)
αἴσακος: ὁ, κλάδος μύρτου ἢ δάφνης μεταδιδόμενος ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸ ἕτερον ἐν καιρῷ δείπνου, ὡς πρόκλησις εἰς ᾠδήν, Πλούτ. 2. 615Β· «αἴσακος, ὁ τῆς δάφνης κλάδος, ὃν κατέχοντες ὕμνουν τοὺς θεούς», Ἡσύχ.
Russian (Dvoretsky)
αἴσακος: ὁ миртовая или лавровая ветвь (ее держали в руке во время религиозных песнопений) Plut.